Τὸ καθῆκον μας

του Περικλή Γιαννόπουλου
Ἡμεῖς οἱ Ἰδεολόγοι εἴμεθα οἱ πνευματικοὶ πατέρες τοῦ λαοῦ. Ἡμεῖς εἴμεθα οἱ πραγματικοὶ ποιμένες αὐτοῦ. Ἡμεῖς κρατοῦμεν εἰς τὰ χέρια μας, τὴν ψυχήν του, τὴν καρδιά του, τὸ πνεῦμά του. Ἡμεῖς ἂν θέλωμεν τὸν διαφθείρομενἔως τὸ κόκκαλον. Ἡμεῖς ἐὰν θέλωμεν τὸν ναρώνομεν, τὸν ἀρρωσταίνομεν, τὸν πεθαίνομεν, τοῦ κόπτομεν κάθε καλόν, κάθε χαράν. Ἡμεῖς ἂν θέλωμεν τὸν βοηθοῦμεν ν᾿ ἀνθίσῃ περίφημα, νὰ εἶνε παραδειγματικός, θαυμάσιος. Οὔτε ὁ Δηλιγιάννης, οὔτε ὁ Τρικούπης, οὔτε κανεὶς ἄλλος πταίει, δι᾿ ὅ,τι ἔγινε, δι᾿ ὅ,τι γίνεται. Πταίουν μόνον, κυρίως, πρῶτοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, καὶ ἡμᾶς βαρύνει ὁλόκληρος ἡ εὐθύνη της σήμερον, ἡ φοβερὰ εὐθύνη τῆς αὔριον ὁλόκληρος. Ἰδοὺ ποία εἶνε ἡ δύναμίς μας: Κάθε γῆ ἔχει τὰ μέταλά της, τὰ φυτά της, τὰ ζῶά της, τοὺς ἀνθρώπους της καὶ αἱ ἐκδηλώσεις ὅλαι τῶν ἀνθρώπων κάθε γῆς, κατὰ φυσικὸν λόγον, εἶνε διαφορετικαί. Συνεπῶς, ἄλλο εἶδος οἰκογενείας ἔχει ὁ Ἄγγλος, ἄλλο ὁ Γάλλος, ἄλλο ὁ Ἰταλός, ἄλλο ὁ Γερμανός. Ἄλλο πατρικὸν αἴσθημα ἔχει ὁ Ἄγγλος, ἄλλο μητρικόν, ἄλλο ἀδελφικόν. Ἄλλο ὁ Γάλλος, ὁ Ἰταλός, ὁ Γερμανός. Ἄλλη λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ Ἑλληνικὴ οἰκογένεια, διότι ἄλλος εἶνε ὁ Ἕλλην, διότι ἄλλη εἶνε ἡ γῆ του. Ἡ οἰκογένεια εἶνε ἡ θρησκεία τοῦ Ἕλληνος. Εἶνε ἡ βαθυτέρα του θρησκεία, ἀπὸ τὴν προϊστορικὴν ἐποχὴν ἔως αὐτὴν τὴν στιγμήν, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει Ἕλλην. Θρησκευτικῶς τηρεῖται ἡ ἱεραρχία, δυνατότατος εἶνε ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῆς ἀγάπης, τῶν αἰσθημάτων, τῶν καθηκόντων, τοῦ σεβασμοῦ μεταξὺ τῶν μελῶν της. Ἀπόλυτος ἡ ἀφοσίωσις τοῦ ἑνὸς εἰς τοὺς ἄλλους, τῶν ὅλων διὰ τὸν ἕνα. Ὁ Ἕλλην δὲν ἔχει τίποτε ἱερότερον εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν του. Τίποτε δὲν τηρεῖ ὑψηλότερα, ἁγνότερα. Ὁ πατὴρ δουλεύει εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν διὰ τὸ σπίτι του. Ἡ μητέρα -ὤ ἡ ἑλληνὶς μητέρα! ἡ ὡραιοτάτη Παναγία- πονεῖ δι᾿ ὅλους εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὁ ἀδελφός, ἔχει τὴν ἀδελφήν του σὰν τὰ μάτια του. Δὲν ὑπανδρεύεται πρὶν τὴν ὑπανδρεύσῃ. Ὁ υἱὸς μόλις μάθει ὅτι ἡ μητέρα του εἶνε ἀσθενής, τρέχει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Αἰγύπτου, τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀγγλίας, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, νὰ εὐρεθῇ κοντά της καὶ ὅσον ἂν ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, ὅσον καὶ ἂν τὸν ἀγρίευσαν αἱ καταιγίδες, κλαίει σὰν μικρὸ παιδὶ μόλις τὴν ἰδεῖ. Εἴτε εἰς τὴν Μάνην, εἴτε εἰς τὴν Σύφνον, εἴτε εἰς τὰ Πάτρας, εἴτε εἰς τὸν Βόλον, εἴτε εἰς τὴν Κρήτην, εἴτε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἴτε εἰς τὴν Πόλιν, εἴτε εἰς τὴν Ὁδησσόν, εἴτε εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, εἴτε πρὸ χιλίων, εἴτε πρὸ ἑκατόν, εἴτε πρὸ πέντε ἐτῶν, εἴτε τώρα, αὐτὴ εἶνε ἡ μία ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Ἡμεῖς οἱ ἰδεολόγοι, οἱ ἰδεογράφοι, ἔχομεν τὴν δύναμιν, ἂν θέλωμεν, νὰ καταστρέψωμεν τὸ θαυμάσιον αὐτὸν πρᾶγμα, νὰ θραύσωμεν τοὺς ἱεροὺς καὶ στενοτάτους αὐτοὺς δεσμούς, νὰ ξεριζώσομεν τὰ αἰσθήματα αὐτά, νὰ πετάξωμεν τὴν οἰκογένειαν εἰς τοὺς δρόμους, νὰ τὴν διαλύσωμεν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους. Δὲν ἔχομεν παρὰ νὰ πάρωμεν τὴν οἰκογένειαν τοῦ ἄγγλου, τοῦ γάλλου, τοῦ γερμανοῦ, τοῦ ἰταλοῦ καὶ νὰ εἰποῦμεν εἰς τὴν ἰδικήν μας νὰ γίνῃ τὸ ἴδιον. Καὶ ὁ ἄγγλος ἀδελφὸς ἀφήνει τὴν ἀδελφὴν του νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν, τὴν παραδίδει δεμένην ἐπάνω εἰς τὰ σίδερα τοῦ κρεββατιοῦ διὰ νὰ πάρῃ ὁλίγα σελήνια καὶ μεθύσῃ. Ὁ ἰταλὸς σὲ πηγαίνει εἰς τὴν μητέρα του καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν διαφθοράν της. Ὁ Γερμανὸς μὲ ὁλίγα μάρκα σοῦ πουλεῖ τὴν γυναῖκά του, τὴν ἀδελφήν του, τὴν μητέρα του, τὴν νόννα του. Ὁ Ἕλλην πατήρ, υἱός, ἀδελφός, σκοτώνει. Παίρνομεν λοιπὸν ἡμεῖς, τὴν «Τιμὴν» τοῦ Σούδερμαν, τὴν μεταφράζομεν, τὴν ἐξυμνοῦμεν, τὴν διδάσκομεν εἰς τὸ θέατρον, τὴν συζητοῦμεν καί, λέγομεν ἡμεῖς οἱ πνευματικοὶ πατέρες, οἱ ὁδηγοί, ἡ τιμὴ εἶνε κολοκύθια, δὲν ὑπάρχει τιμή. Εἶσαι βάρβαρος νὰ ἔχῃς τιμήν.
Αὐτὴν τὴν δύναμιν ἔχομεν εἰς κάθε τι. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν δύναμιν δυνάμεθα νὰ κάμωμεν τὸ κάθε καλὸν τὸ κάθε κακὸν εἰς κάθε ζήτημα. Δυνάμεθα νὰ κάμωμεν τὸν λαὸν νὰ κρατήσῃ τὰ ἰδικά του θαυμάσια πράγματα ἢ νὰ τὰ ἀλλάξῃ μὲ ἄλλα ξένα, ποταπά. Βαθυτάτη λοιπὸν πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἡ συναίσθησις τῆς εὐθύνης ἡμῶν. Ὁ κάθε ἰδεολογῶν ἢ ἰδεογραφῶν βαθύτατα πρέπει νὰ συναισθάνεται πιάνων τὴν πένα τὶ κακὸν δύναται νὰ κάμῃ ἢ τὶ καλόν.
Καὶ κανένα ἀπολύτως σκοπὸν ἄλλον, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχωμεν τώρα, πιάνοντες τὴν πένα, παρὰ πῶς νὰ θέσωμεν τὰς ἰδέας εἰς τὴν θέσιν των, διὰ νὰ θέσωμεν ἔπειτα καὶ τὰ πράγματα. Κανέναν ἄλλον σκοπὸν παρὰ νὰ δημιουργήσωμεν τὴν Ζωὴν Ἑλληνικήν.
Καὶ διὰ νὰ τὴν δημιουργήσωμεν καὶ τὴν βοηθήσωμεν νὰ ἀνθίσῃ πρέπει νὰ μελετήσωμεν αὐτὴν ποὺ ἔχει, καὶ ἔχει καὶ εἶνε θαυμασία καὶ εἶνε ἀνωτέρα κάθε Εὐρωπαϊκῆς(μὴν ἀκοῦτε τοὺς ξιππασμένους), νὰ τοῦ συστήσωμεν νὰ κρατήσῃ μὲ τὰ δόντια ὅ,τι ἔχει ἰδικόν του, νὰ τοῦ δείξωμεν ὅτι εἶνε ὡραῖον ὅ,τι ἔχει, νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξωμεν, νὰ τὸ ἐπαναφέρωμεν, νὰ τὸ κάμωμεν πρῶτοι ἡμεῖς, νὰ εἴμεθα ἡμεῖς ὑπερήφανοι δι᾿ ὅ,τι ἔχομεν ἰδικόν μας, νὰ τοῦ συστήσωμεν καὶ αυτοῦ νὰ εἶνε ὑπερήφανος ὅπως ἦτο πάντοτε καὶ θὰ ἦτο καὶ τώρα ἐὰν δὲν τὸν ἀλλάζαμεν ἡμεῖς.
Καὶ πρὶν στραφῶμεν πρὸς τὴν Ἑλλ. ζωήν, τὸ πρώτιστον πρᾶγμα ποὺ ἔχομεν νὰ κάμωμεν, διότι εἶνε καὶ τὸ μόνον ἐμπόδιον, μὰ κτυπήσωμεν κατακέφαλα ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρην τῆς ζωῆς ἔως τὴν ἄλλην, ἀπὸ τὴν κούνιαν ἔως τὸν τάφον τὸν Ξενισμόν. Νὰ βοηθήσωμεν τὰς λαϊκὰς τάξεις -αἱ ὁποῖαι ἐκόλησαν τὴν ψώραν ἀπὸ τὴν ἀνωτέραν καὶ ἔγινανγελοιωδέσταται- ὰ ἐλευθερωθοῦν, νὰ κτυπήσωμεν μὲ μῖσος καὶ ἀπόφασιν ἀμείλικτον τὸν ξενισμὸν τῆς ἀνωτέρας τάξεως, μεχρις ὅτου τὸν ξεπατώσωμεν ὁριστικῶς, μέχρις ὅτου δὲν μείνει οὔτε ἴχνος. Ὁ καθεὶς λοιπὸν εἴτε ἰδεολογῶν, εἴτε ἰδεογραφῶν, διὰ τοῦ ἔργου καὶ διὰ τοῦ λόγου, ἀποστολικῶς, καθῆκον ἔχει, νὰ βοηθήσῃ τὸν πρῶτον αὐτὸν ἀγῶνα πρὸς πέταγμα τῶν ξένων πραγμάτων τὰ ὁποῖα πνίγουν τὰ ἰδικά μας καὶ ἐμποδίζουν τὴν δημιουργίαν ἰδικῶν μας πραγμάτων ἀπὸ τὰ ἰδικά μας ὑλικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας τεχνίτας. Ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ σπητιοῦ ἔως τὴν ἐφημερίδα καὶ τὸ περιοδικὸν καὶ τὸ θέατρον καὶ τὴν φιλολογίαν.
Εἶνε ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ Ἑλληνικὴ Ζωὴ ἐνόσῳ ὅλη ἡ ζωὴ εἶνε πιασμένη ἀπὸ τὴν ξένην.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ


(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τὸ καθῆκον μας», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 4, 12-1-1903)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...