Ιλαρχος SS Michael Wittmann

Ο Μίχαελ Βίττμαν (Michael Wittmann) ήταν ένας από τους πιο γνωστούς Γερμανούς αρματιστές. Κατετάγη στην Λαιμπσταντάρτε (Leibstandarte, σωματοφυλακή) το 1937 και έμελλε να γίνει ο πρώτος άσσος των αρμάτων μάχης μέχρι τον θάνατό του στη Νορμανδία στις 8 Αυγούστου 1944. Μέχρι τότε ο Βίττμαν είχε καταστρέψει σε διάστημα τριών ετών 138 εχθρικά άρματα και πυροβόλα. Οι επιτυχίες του Βίττμαν εξαρτώνταν κατά πολύ από τον, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πυροβολητή του, τον Μπαλτάζαρ Βολ, ο οποίος διακρινόταν από μία σχεδόν υπεράνθρωπη ικανότητα να ευστοχεί, ενώ το άρμα βρισκόταν σε κίνηση. Με τον βαθμό του δεκανέα διακρίθηκε στις επιχειρήσεις στην Πολωνία το 1939 και στη Γαλλία το 1940.

Οι προοπτικές του φάνηκαν από τις πρώτες μέρες της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Προωθήθηκε στη Σχολή Αξιωματικών του Μπαντ Τελτζ και καθιερώθηκε ως άσσος των αρμάτων στη μάχη του Κουρσκ. Χαρακτηριστική των ικανοτήτων του ήταν η δράση του στο Βιγιέρ Μποκάζ. Ο Βίττμαν αρνήθηκε στη συνέχεια την τοποθέτησή του ως εκπαιδευτή σε σχολές τεθωρακισμένων των Waffen SS. Η δράση του και η ζωή του τερματίσθηκαν στις 8 Αυγούστου 1944 στην περιοχή του Σιντώ, κατά τη διάρκεια προσπαθειών ανακατάληψης της Καν, όταν το Tiger του εξερράγη.

Ο μεγαλύτερος αρματιστής της ιστορίας ήταν εξωτερικά ένας ήπιος άνθρωπος, ο οποίος παρέμενε ήρεμος κατά τη διάρκεια της μάχης και διέθετε το χάρισμα της πρόβλεψης των κινήσεων του αντιπάλου. Εκτός από τον Βολ, γενικά ο Βίττμαν είχε πάντα άψογη συνεργασία με τα πληρώματα των αρμάτων στα οποία υπηρετούσε, οι άνδρες των οποίων εμπνέονταν από αυτόν.

Παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών (Ritterkreuz) του Σιδηρού Σταυρού μετά φύλλων Δρυός και Ξιφών.



OΤΑΝ ΣΤΙΣ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944 ΜΙΑ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΥΠΕΡΦΑΛΑΓΓΙΣΕ ΤΟ ΑΦΥΛΑΚΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ, Η ΜΟΝΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΗ ΕΦΕΔΡΕΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ TIGER ΤΟΥ ΥΠΙΛΑΡΧΟΥ SS ΜΙΧΑΕΛ ΒΙΤΜΑΝ. ΘΑ ΓΝΩΡΙΖΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΟΥ, ΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΙΧΜΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ. ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΘΑ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΘΕΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΚΑΘΗΛΩΝΕ 600 ΣΥΜΜΑΧΙΚΑ ΑΡΜΑΤΑ…
Μέχρι τις 11 Ιουνίου 1944 οι απόπειρες των Βρετανών να διασπάσουν την σθεναρή γερμανική άμυνα μπροστά από την Καν είχαν αποτύχει. Ο στρατηγός Μοντγκόμερυ αποφάσισε να διακόψει τις μετωπικές επιθέσεις στην περιοχή του Τιγύ-Συρ-Σελ και του Λινζέβρ, όταν ξαφνικά αντελήφθη ότι του παρουσιαζόταν μία πολύ καλύτερη, και ίσως αναίμακτη λύση, η οποία θα μπορούσε να τον οδηγήσει πολύ ταχύτερα στον αντικειμενικό του σκοπό: μόλις 10 χλμ στα δεξιά του το αριστερό πλευρό της Μεραρχίας Τεθωρακσιμένων “Lehr” κειτόταν εκτεθειμένο και αφύλακτο! Με την 50η Μεραρχία Πεζικού να κρατά εμπλεγμένη την μεραρχία “Lehr”, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία ταχυκίνητη μεραρχία η οποία, παρακάμπτοντας την γερμανική άμυνα, θα επιχειρούσε έναν μεγάλο κυκλωτικό ελιγμό προς τα δεξιά και θα εμφανιζόταν αιφνιδιαστικά στα νώτα του 1ου SS Σώματος Τεθωρακισμένων. Το σχέδιο της αποκαλούμενης Επιχείρησης “Perch” ετέθη αμέσως σε εφαρμογή. Την εκτέλεσή του θα ανελάμβανε η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων. Κινούμενη δυτικά, θα εισερχόταν στον αμερικανικό τομέα του μετώπου και κατόπιν θα προχωρούσε νότια, περίπου 12 χλμ πίσω από το γερμανικό μέτωπο. Τέλος, θα έστρεφε ανατολικά για να καταλάβει το στρατηγικής σημασίας χωριό του Βιλλέρ-Μποκάζ και το Ύψωμα 213 το οποίο δέσποζε της περιοχής. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο δρόμος ήταν ορθάνοικτός – 20 χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά βρισκόταν η Καν και η γαλλική ενδοχώρα. Ο Μοντγκόμερυ δικαιολογημένα πίστευε ότι η επιχείρηση αυτή «…θα μπορούσε να είναι η κρίσιμη καμπή όλης της μάχης» στη Νορμανδία.
Στην αντίπαλη πλευρά, ο στρατηγός SS Γιόζεφ «Ζεπ» Ντήτριχ (Josef “Sepp” Dietrich), διοικητής του 1ου SS Σώματος Τεθωρακισμένων, αν και αγνοούσε τα βρετανικά σχέδια, αντιλαμβανόταν πολύ καλά τον κίνδυνο που διέτρεχε το αριστερό του πλευρό. Ήδη κυκλοφορούσαν φήμες για μία ισχυρή βρετανική διείσδυση σε εκείνο το σημείο. Το ενδεχόμενο μίας υπερφαλάγγισης της Μεραρχίας “Lehr” θα μπορούσε να επιφέρει την άμεση κατάρρευση ολόκληρου του μετώπου στην ευρύτερη περιοχή της Καν. Οι εφεδρείες του είχαν εξαντληθεί και δεν διέθετε ούτε καν έναν λόχο πεζικού για να καλύψει το κενό. Αυτό το καθήκον είχε ανατεθεί στην 2η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, η οποία όμως, εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ακόμα καθ’ οδόν προς το μέτωπο. Τα πρώτα τμήματά της δεν αναμένονταν να αφιχθούν εκεί πριν την 14η Ιουνίου και δεν θα ήταν έτοιμα να αναλάβουν δράση πριν την 15η το νωρίτερο. Η πλησιέστερη μονάδα εκείνη τη στιγμή, η οποία έσπευδε προς ενίσχυσή του, ήταν η 101η Επιλαρχία SS Βαρέων Αρμάτων, η οποία θα κατέφθανε το πρωί της 13ης, αλλά ακόμα κι αυτή ήταν μόνο κατ’ όνομα επιλαρχία: ξεκινώντας την πορεία της προς το μέτωπο στις 7 Ιουνίου η μονάδα είχε δεχθεί επανειλημμένες επιθέσεις Συμμαχικών μαχητικών, οι οποίες είχαν μειώσει την δύναμή της από 45 σε 14 άρματα – αριθμός μηδαμινός για να κλείσει ένα ρήγμα 15 χλμ και ειδικά χωρίς την υποστήριξη πεζικού. Και ενώ ο χρόνος πίεζε τον Ντήτριχ, στις 12 Ιουνίου ξέσπασε: η μεγάλη κρίση: η Αμερικανική 1η Μεραρχία Πεζικού κατέλαβε το Κωμόν και η Βρετανική 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων ξεκινούσε μία βαθιά διείδυση πίσω από τις γερμανικές γραμμές, κατευθυνόμενη προς το Βιλλέρ-Μποκάζ…



ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “PERCH”

12 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944

«Εάν αυτή η επιχείρηση διεξαχθεί με πραγματική επιθετικότητα και ταχύτητα,
θα έχουμε την ευκαιρία να διασπάσουμε το μέτωπο πριν αυτό ενδυναμωθεί».

Αντιστράτηγος Ντέμπσυ


Δκτης 2ης Βρετανικής Στρατιάς


Η βρετανική προέλαση είχε ξεκινήσει στις 16.00 της 12ης Ιουνίου, συναντώντας μία μικρή εστία αντίστασης γερμανικών αντιαρματικών και πεζικού κοντά στο Λιβρύ. Όταν η εστία αυτή εκκαθαρίστηκε η ώρα ήταν 22.00 και ο διοικητής της μεραρχίας, υποστράτηγος Ρόμπερτ Έρσκιν (Robert Erskine), αβέβαιος για τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονταν μπροστά του, αποφάσισε να συνεχίσει την προέλασή του με το ξημέρωμα της επομένης. Στις 05.30 της 13ης Ιουνίου η τεράστια φάλαγγα αρμάτων και οχημάτων ξεκίνησε πάλι, τηρώντας αυστηρή σιγή ασυρμάτου. Την αιχμή της επίθεσης κρατούσε η 22η Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων του Ταξίαρχου Ουίλλιαμ Χιντ (William Hinde), ή «Τρελούτσικου» (“Looney”), όπως τον αποκαλούσαν οι άνδρες του, γνωστού για την επιθετικότητα, την τόλμη και την πεποίθησή του να διοικεί από την πρώτη γραμμή του μετώπου. Η ταξιαρχία του αποτελείτο από 137 Cromwell, 28 Sherman Firefly, 22 Stuart, 23 αυτοκινούμενα πυροβόλα, 24 αναγνωριστικά οχήματα, δύο τάγματα πεζικού και μία πυροβολαρχία αντιαρματικών – μία συνολική δύναμη τουλάχιστον 200 αρμάτων μάχης και μεγάλου αριθμού ελαφρών τεθωρακισμένων, αναγνωριστικών οχημάτων, αυτοκινούμενων πυροβόλων, αντιαεροπορικών, αντιαρματικών και πεζικού. Πίσω από την 22η Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων ακολουθούσε η υπόλοιπη μεραρχία.
Στο μεταξύ τα πρώτα Tiger της 101ης Επιλαρχίας SS Βαρέων Αρμάτων είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην επαπειλούμενη περιοχή. Στις 05.30 της 13ης Ιουνίου ο υπίλαρχος SS Μίχαελ Βίτμαν (Michael Wittmann), διοικητής της προπορευόμενης 2ης ίλης, παρουσιάστηκε στον Ντήτριχ και του ανέφερε την άφιξη της μονάδας του. Η ίλη του αριθμούσε μόλις πέντε άρματα και αυτή ήταν και η μοναδική άμεση εφεδρεία που διέθετε την παρούσα στιγμή ο Ντήτριχ για ασφαλίσει το αριστερό του πλευρό. Τα υπόλοιπα άρματα ακολουθούσαν και θα έφθαναν σύντομα.
Γαλλία, 10 Ιουνίου 1944. Τα Tiger της 101ης Επιλαρχίας SS οδεύουν προς το μέτωπο. Ο Βίτμαν στέκεται στον πύργο του προσωπικού του άρματος “205”, το οποίο αντιστοιχούσε στον διοικητή της 2ης ίλης.
Για τους δύο άνδρες οι συστάσεις ήταν περιττές. Ο Ντήτριχ γνώριζε καλά τον Βίτμαν από το ανατολικό μέτωπο. Ανήκε στην παλιά του διοίκηση, την 1η SS Μεραρχία Τεθωρακισμένων “Leibstandarte” και εκείνη τη στιγμή, ήταν ο πιο διακεκριμένος και παρασημοφορημένος αρματιστής των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Στον λαιμό του έφερε τον Σταυρό των Ιπποτών μετά Φύλλων Δρυός, επιβράβευση για την καταστροφή 119 σοβιετικών αρμάτων πριν την άφιξή του στη Νορμανδία. Ο στρατηγός προχώρησε αμέσως στην ενημέρωση, εξηγώντας την κρισιμότητα της κατάστασης: οι Βρετανοί είχαν ξεκινήσει μία μεγάλη επίθεση τεθωρακισμένων από την περιοχή του Κωμόν με σκοπό να πλήξουν το εκτεθειμένο αριστερό πλευρό της “Lehr”, αλλά δεν υπήρχαν πληροφορίες γύρω από την δύναμη ή την παρούσα θέση του εχθρού. Το χωριό του Βιλλέρ-Μποκάζ και το Ύψωμα 213 ήταν σημεία ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της περιοχής. Το μικρό και άσημο αυτό χωριό βρισκόταν πάνω στην λεωφόρο Ν175, η οποία το συνέδεε απευθείας με την Καν. Ο Βίτμαν, με την συνηθισμένη τόλμη του, πρότεινε να διεξάγει ο ίδιος μία αναγνωριστική αποστολή στην περιοχή. Ο Ντήτριχ δίστασε στο άκουσμα της πρότασης, αλλά ο Βίτμαν του εξήγησε το σκεπτικό του: ακόμα κι αν γινόταν αντιληπτός, η παρουσία ενός μοναχικού Tiger δεν θα κινούσε τις υποψίες του εχθρού για τις πραγματικές προθέσεις των Γερμανών. Επιπλέον, εάν έπεφτε θύμα αεροπορικής επίθεσης –μία πιθανότητα η οποία άγγιζε τα όρια της βεβαιότητος στη Νορμανδία- θα έχαναν μόνο ένα άρμα και όχι πέντε. Οι επιλογές για τον Ντήτριχ ήταν ελάχιστες: εφόσον δεν υπήρχε διαθέσιμο πεζικό έπρεπε να ληφθεί άμεσα κάποιο μέτρο.
Στις 08.00, επιβαίνοντας στο Tiger “222” ο Βίτμαν κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Βιλλέρ-Μποκάζ και πήρε θέση κάλυψης σε ένα βολικό αλσύλλιο που βρισκόταν λίγο νοτιότερα από το ΄Υψωμα 213. Από εκεί είχε μία καλή άποψη της περιοχής, με το χωριό στα αριστερά του και το ύψωμα κατευθείαν μπροστά. Το υπόλοιπο πλήρωμα αποτελούσαν ο βετεράνος πυροβολητής του, λοχίας SS Μπόμπυ Βολ (Bobby Woll) και κάτοχος του Σταυρού των Ιπποτών, ο γεμιστής Γκύντερ Μπολτ (Günter Boldt), ο ασυρματιστής Γκύντερ Γιόνας (Günther Jonas) και ο οδηγός, λοχίας SS Βάλτερ Μύλλερ (Walter Müller). Ξαφνικά, μέσα από την κάλυψη του δάσους, ο Βίτμαν είδε μία ατέλειωτη φάλαγγα βρετανικών οχημάτων κάθε τύπου να προχωρά κατά μήκος της λεωφόρου Ν175 προς την κατεύθυνση του υψώματος και της Καν. Ήταν η αιχμή της βρετανικής επίθεσης, η 4η Επιλαρχία “County of London Yeomanry” (4η “CLY”), μέρος της 22ης Ταξιαρχίας, εξοπλισμένη με άρματα Cromwell και M4A4 Sherman Firefly, ακολουθούμενη από ένα τάγμα της μηχανοκίνητης 1ης Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων, με 14 ημιερπυστριοφόρα Μ3, υποστηριζόμενη από τρία ελαφρά άρματα Stuart M5A1. Η δύναμη είχε περάσει μέσα από το Βιλλέρ-Μοκάζ, είχε φθάσει στο Ύψωμα 213, δυόμισι χλμ έξω από το χωριό και τώρα θα σταματούσε για ένα μικρό διάλειμμα. Ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης βρισκόταν πλέον σε απόσταση αναπνοής: από το ύψωμα που βρίσκονταν, οι Βρετανοί μπορούσαν να ακολουθήσουν με το βλέμμα τους την μακριά λεωφόρο η οποία οδηγούσε κατευθείαν στην Καν, μόλις 20 χλμ ανατολικότερα. Η βρετανική διείσδυση είχε κλείσει τα ¾ ενός πλήρους κύκλου, φθάνοντας στα νώτα του γερμανικού μετώπου, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση!
Οι στρατιώτες βγήκαν από τα οχήματά τους να ξεμουδιάσουν, να ανάψουν ένα τσιγάρο και να πιούν λίγο τσάϊ. Η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων αποτελείτο από βετεράνους της Β. Αφρικής και της Ιταλίας, οι οποίοι είχαν έλθει στην Ευρώπη φέροντας μαζί τους το διάσημο υποκοριστικό «Αρουραίοι της Ερήμου», ένα αξιόλογο μαχητικό μητρώο, αλλά όχι και πολλά περισσότερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Sherman που χρησιμοποιούσαν σε εκείνα τα θέατρα επιχειρήσεων είχαν αντικατασταθεί από Cromwell –ένα ταχύ άρμα, αλλά με μικρή θωράκιση και πυροβόλο χαμηλής διατρητικότητας, ανίκανο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού μετώπου. Εκτός όμως από προβλήματα εξοπλισμού υπήρχαν και κάποια σημεία στην εκτέλεση του σχεδίου στα οποία δεν είχε δοθεί η απαραίτητη προσοχή. Ο διοικητής της 4ης “CLY”, αντισυνταγματάρχης Άρθουρ Κράνλυ (Arthur Cranleigh), βρισκόταν στο ύψωμα μαζί με τους άνδρες του και ανησυχούσε για την έλλειψη επαρκούς αναγνώρισης στο άμεσο μέτωπό του, αλλά ο Χιντ τον είχε πιέσει να συνεχίσει την προέλαση. Δυστυχώς, οι φόβοι του Κράνλυ σύντομα θα επιβεβαιώνονταν με τον χειρότερο τρόπο και οι άνδρες του θα διαπίστωναν ότι η Ευρώπη δεν ήταν Αφρική.
Το αλσύλλιο στο οποίο βρισκόταν καλυμμένος ο Βίτμαν απείχε μόλις 200 μ από την εχθρική φάλαγγα και είχε σαστίσει με το θέαμα που έβλεπε. Όπως θα έγραφε αργότερα στην αναφορά του:
«Ποτέ άλλοτε δεν είχα εντυπωσιασθεί τόσο από την δύναμη του εχθρού, όσο εκείνη τη στιγμή που παρακολουθούσα τα άρματα να κυλούν ανεμπόδιστα μπροστά στα μάτια μου. Κατάλαβα όμως, ότι κάτι έπρεπε να γίνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή και αποφάσισα να χτυπήσω».
Οχήματα και άρματα είχαν σταθμεύσει το ένα πίσω από το άλλο, σαν να βρίσκονταν σε παρέλαση, κατά μήκος ενός δρόμου, ο οποίος δεν άφηνε χώρο για ελιγμούς. Ο Βίτμαν συνειδητοποίησε ότι οι Βρετανοί είχαν παγιδευτεί μόνοι τους. Για έναν τολμηρό μαχητή όπως εκείνος, δεν υπήρχε παρά μόνο μία επιλογή: να επιτεθεί άμεσα με σκοπό να ανακόψει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την εχθρική προέλαση. Αν καλούσε ενισχύσεις θα έχανε πολύτιμο χρόνο και το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η περίσταση απαιτούσε άμεσες ενέργειες και αντιδράσεις κλάσματος του δευτερολέπτου. Ενημέρωσε το πλήρωμά του για τον τρόπο δράσης και πήρε την δύσκολη απόφαση να επιτεθεί μόνος του. Η ώρα ήταν 08.35. Μέσα στα επόμενα λεπτά η Κόλαση θα άνοιγε τις πύλες της και θα ξεχυνόταν στο Ύψωμα 213.




Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΙΛΛΕΡ-ΜΠΟΚΑΖ

13 Ιουνίου 1944, 08.35 – 10.00


Αφήνοντας την κάλυψη του αλσυλλίου, το Tiger κατευθύνθηκε ολοταχώς εναντίον της εχθρικής φάλαγγας. Όταν είδαν το μοναχικό Tiger να οδεύει κατά πάνω τους, οι ανυποψίαστοι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν. Είχαν ελάχιστο χρόνο να αντιδράσουν και ακόμα λιγότερο για να φέρουν τα άρματά τους σε θέση κατάλληλη να αμυνθούν. Από απόσταση 80 μ η πρώτη βολή του πυροβόλου των 88 mm κατέστρεψε το Sherman που βρισκόταν τελευταίο στην φάλαγγα και η δεύτερη το ημιερπυστριοφόρο Μ3 που βρισκόταν στην κεφαλή της. Με αποκλεισμένες τις δύο οδούς διαφυγής, η φάλαγγα βρισκόταν τώρα εγκλωβισμένη κατά μήκος του δρόμου, στο έλεος του μαινόμενου Tiger. Η θρασύτατη και αναπάντεχη επίθεση του Βίτμαν σκόρπισε πανικό. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Πολλά βρετανικά πληρώματα εγκατέλειψαν τα οχήματά τους με τους κινητήρες τους ακόμα αναμμένους, τρέχοντας να σωθούν. Οι βολίδες του MG34 του πολυβολητή Γκύντερ Γιόνας γάζωναν αλύπητα φορτηγά και αναγνωριστικά οχήματα, κρατώντας το πεζικό καθηλωμένο, ενώ το βαρύ πυροβόλο του Tiger ανελάμβανε τα άρματα. Προχωρώντας παράλληλα με την φάλαγγα προς την κατεύθυνση του χωριού, ο Βίτμαν, από απόσταση 10-30 μ κατέστρεφε τα Cromwell και τα Sherman το ένα μετά το άλλο, σε ένα ξέφρενο όργιο πυρός. Η απόσταση ήταν τόσο μικρή που κάθε βολή αντιστοιχούσε και σε μία καταστροφή. Στρατιώτες έτρεχαν πανικόβλητοι δεξιά-αριστερά, άλλοι έπεφταν νεκροί από θραύσματα εκρήξεων ή τις ριπές των πολυβόλων. Εκρήξεις καυσίμων εκτίνασσαν πτώματα και φλεγόμενα οχήματα. Όσοι Βρετανοί παρέμειναν στις θέσεις τους μπήκαν στα άρματά τους και έστρεψαν τα πυροβόλα τους εναντίον του μοναχικού στόχου.
Η έφοδος του Βίτμαν στο Βιλέρ-Μποκάζ έχει συχνά περιγραφεί σαν μία «άσκηση σκοποβολής», καθώς το Τiger διέτρεχε παράλληλα το μήκος της εχθρικής φάλαγγας, καταστρέφοντας το ένα άρμα μετά το άλλο, σε ένα ντόμινο εκρήξεων. Η δράση, αυτή καθ’ εαυτή, ίσως να μην απείχε πολύ από αυτό, αλλά το γεγονός το οποίο συχνά παραβλέπεται είναι ότι η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης απαιτούσε ατσάλινα νεύρα και ακλόνητη τόλμη. Ο Βίτμαν όρμησε ακάθεκτος εναντίον μίας φαινομενικά ατελείωτης φάλαγγας, αντιμετωπίζοντας ένα χαλάζι πυρός από μικρά, μέσα και βαρέα όπλα, που όλα είχαν στόχο εκείνον. Εάν στη θέση του βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος κυβερνήτης και εάν κυβερνούσε οποιοδήποτε άλλο άρμα εκτός από το Tiger, η επίθεση θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακόμη όμως και με εκείνο το πανίσχυρο άρμα, ο Βίτμαν δεν ήταν άτρωτος: τα πυρά των Sherman και Cromwell ίσως ήταν ακίνδυνα από μέσες ή μεγάλες αποστάσεις, αλλά επανειλημμένες βολές από την απόσταση των 30 μ που απείχε εκείνος ήταν θανάσιμες, ενώ οποιοδήποτε τυχαίο πλήγμα, έστω και μικρού διαμετρήματος, θα μπορούσε να του καταστρέψει μία ερπύστρια, αφήνοντάς τον ακίνητο και κυκλωμένο από τους οργισμένους στρατιώτες δύο βρετανικών ταγμάτων. Ο Γερμανός άσσος όμως, αποδείχθηκε ταχύτερος και ευφυέστερος των αντιπάλων του.
Με τον βετεράνο Βολ να χειρίζεται το συζυγές πολυβόλο του πύργου και να σημαδεύει τον εκάστοτε στόχο που καταδείκνυε ο Βίτμαν, το Tiger συνέχισε την πορεία του κατευθυνόμενος προς το χωριό, καταστρέφοντας οτιδήποτε βρισκόταν στο πέρασμά του. Ένα Cromwell ξέφυγε από τη φάλαγγα βάλλοντας εναντίον του Βίτμαν, αλλά η βολή του αποστρακίστηκε στην πρόσθια θωράκιση του πήγματος. Την επόμενη στιγμή το πυροβόλο του Tiger ξέρασε φωτιά, τινάζοντας στον αέρα το βρετανικό άρμα. Τα τρία ελαφρά άρματα Stuart που βρίσκονταν στο τέλος της φάλαγγας δεν είχαν καμία τύχη.
Το Tiger I “222” που χρησιμοποίησε ο Βίτμαν κατά την επίθεσή του στο Βιλλέρ-Μποκάζ. Όλες οι κάθετες επιφάνειες καλύπτονται από την αντιμαγνητική επικάλυψη Zimmeritt και στο αριστερό πρόσθιο μέρος του πήγματος φέρει το λευκό έμβλημα της 101ης Επιλαρχίας SS. Το άρμα που αντιστοιχούσε κανονικά στον Βίτμαν, ως διοικητού της 2ης ίλης, ήταν το “205”, το οποίο όμως υπέστη βλάβη τη στιγμή που ήταν έτοιμος να αναχωρήσει, οπότε στη μάχη χρησιμοποίησε το “222”, ενός συναδέλφου του.
Χωρίς να διστάσει καθόλου, ο Βίτμαν συνέχισε την ακάθεκτη πορεία του προς το κέντρο του χωριού, γνωρίζοντας πολύ καλά τους κινδύνους αυτής της ριψοκίνδυνης απόφασης, η οποία ήταν ακόμη δυσκολότερη της προηγούμενης: αν στο χωριό είχαν προλάβει να εισέλθουν τμήματα πεζικού, το δυσκίνητο άρμα του θα βρισκόταν εγκλωβισμένο μέσα σε κατοικημένη περιοχή, ευάλωτο από πυρά μικρών όπλων τα οποία θα έβαλλαν εξ επαφής. Όμως, είχε ήδη κερδίσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και θα ήταν ανεπίτρεπτο να αφήσει ανεκμετάλλευτο τον πανικό που είχε σκορπίσει: έχοντας αποκόψει την κεφαλή της φάλαγγας από τα τμήματα που ακολουθούσαν, θα μπορούσε να πιθανώς να παρεμποδίσει την κατάληψη του χωριού. Μόλις συνάντησε τα πρώτα σπίτια ήλθε αντιμέτωπος με τέσσερα σταθμευμένα άρματα του βρετανικού ουλαμού διοίκησης, Πρώτο ήταν το Cromwell του ταγματάρχη Καρ. Ο ταγματάρχης είχε ακούσει ήχους εκρήξεων και είχε προχωρήσει μπροστά για να δει τι συμβαίνει, αλλά νόμισε ότι επρόκειτο για βομβαρδισμό γερμανικού πυροβολικού. Όταν είδε μπροστά του το Tiger να ξεπροβάλει μέσα από τον μαύρο καπνό έμεινε άναυδος. Ο πυροβολητής του πρόλαβε να ρίξει μία και μόνη βολή, η οποία αποστρακίστηκε. Το γερμανικό πυροβόλο εκπυρσοκρότησε, τινάζοντας στον αέρα τον πύργο του Cromwell. Ένα Μ3 και ένα τζιπ που βρέθηκαν στον δρόμο του έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Κατόπιν συνάντησε το ακίνητο Cromwell του διοικητή της 4ης “CLY”, αντισυνταγματάρχη Κράνλυ. Για καλή του τύχη, ο Κράνλυ εκείνη τη στιγμή κατευθυνόταν με το τζιπ του στο Ύψωμα 213 για να δει τι συμβαίνει. Το άρμα του, μαζί με ένα ακόμη που βρισκόταν πίσω του, καταστράφηκαν διαδοχικά, σχεδόν εξ επαφής. Ο κυβερνήτης του δεύτερου άρματος, Κλάουντσλυ-Τόμπσον (Cloudsley-Thompson), θυμάται την δραματική του εμπειρία:
«Όλα τα άρματα της “Α” ίλης στο Ύψωμα φλέγονταν και τα πληρώματά τους τα είχαν εγκαταλείψει. Ξαφνικά μέσα από τον καπνό διέκρινα το σχήμα ενός ογκώδους Tiger να απέχει λιγότερο από 25 μ. Βάλλαμε δύο οβίδες εναντίον του, αλλά απλά αποστρακίστηκαν στη θωράκισή του. Το Tiger έστρεψε το πυροβόλο του κατά πάνω μας και εκπυρσοκρότησε. Ένοιωσα ένα δυνατό κάψιμο ανάμεσα στα πόδια μου και μία γλώσσα φωτιάς τινάχτηκε από τον πύργο. Ένιωσα το στόμα μου γεμάτο από τη γεύση του χώματος και του καμμένου χρώματος. Φώναξα στο πλήρωμα να εγκαταλείψει και πήδηξα έξω. Ένα πολυβόλο άνοιξε πυρ εναντίον μου και έπεσα στο χώμα. Το Tiger συνέχισε τον δρόμο του κι εγώ κατάφερα να κρυφτώ πίσω από έναν τοίχο».
Cromwell Mk.IV “187749”, του λοχία Ρόμπερτ Μπράμπωλ (Robert Bramball), της “B” ίλης, 4η Επιλαρχία “County of London Yeomanry”, 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων. Στο πρόσθιο μέρος του πήγματος φέρει το έμβλημα των «Αρουραίων της Ερήμου». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης ο Μπράμπωλ κατέστρεψε ένα Tiger και στη συνέχεια έπεσε κι ο ίδιος θύμα κάποιου άλλου γερμανικού. Το άρμα του βρέθηκε φλεγόμενο και εγκαταλελειμμένο σε ένα δρόμο πάνω από την κεντρική πλατεία.
Πίσω από το άρμα του Κλάουντσλυ-Τόμσον βρισκόταν ένα τέταρτο Cromwell, εκείνο του ίλαρχου Πάτρικ Ντάϋας (Patrick Dyas), ο οποίος είχε παρακολουθήσει με φρίκη τις σκηνές που είχαν προηγηθεί. Μέσα στην γενικευμένη σύγχυση και τους καπνούς της μάχης, πρόλαβε να οπισθοχωρήσει γρήγορα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον Βίτμαν. Ρίχνοντας τον φράχτη μίας αυλής που βρισκόταν πίσω του, καλύφθηκε όπως-όπως σε ένα στενό στα δεξιά του, κάθετο στον κεντρικό δρόμο. Το Tiger πέρασε από μπροστά του με τον Βίτμαν να στέκεται στον πύργο σαν να βρισκόταν σε πορεία! Ανακουφισμένος από την απίστευτη τύχη του, ο Ντάϋας αποφάσισε να παραμείνει κρυμμένος, έως ότου του δινόταν η ευκαιρία να αιφνιδιάσει το γερμανικό άρμα.
Προχωρώντας προσεκτικά, ο Βίτμαν έφθασε τώρα την καμπή του κεντρικού δρόμου, όπου ήλθε πρόσωπο με πρόσωπο με μία φάλαγγα τεσσάρων Sherman της “B” ίλης. Σύμφωνα με τις διαταγές που είχε λάβει, η ίλη είχε σταθμεύσει στην δυτική είσοδο του χωριού για να εξασφαλίσει τον δρόμο προς το Κωμόν. Οι Βρετανοί αρματιστές δεν είχαν αντιληφθεί τι συνέβαινε, επειδή η καμπή του δρόμου τούς έκρυβε την ορατότητα. Πρώτο στην κεφαλή της φάλαγγας ήταν το Sherman Firefly του λοχία Στάνλεϋ Λόκγουντ (Stanley Lockwood), ο οποίος είχε ακούσει τους ήχους της μάχης, αλλά δεν πήρε την πρωτοβουλία να παραβιάσει την σιγή ασυρμάτου και πολύ περισσότερο δεν σκόπευε να εγκαταλείψει τη θέση που είχε διαταχθεί να καταλάβει. Τότε είδε την μακριά κάννη του γερμανικού πυροβόλου να ξεπροβάλει αργά από την γωνία ενός κτιρίου στα αριστερά του, σε απόσταση 200 μ. Ο έξαλλος Λόκγουντ διέταξε τον πυροβολητή του να βάλει εναντίον του, αλλά η βολή του αποστρακίστηκε. Το Tiger ανταπέδωσε το πυρ και η οβίδα αστόχησε, κατεδαφίζοντας τον τοίχο του κτιρίου στα δεξιά του, το οποίο περιόριζε την οπτική επαφή μεταξύ των δύο αντιπάλων. Συντρίμμια τούβλων, ξύλων και γυαλιών έπεσαν πάνω στο άρμα του Λόκγουντ, κλείνοντάς του τον δρόμο. Η επόμενη βολή του Cromwell χτύπησε το ασπίδιο του γερμανικού πυροβόλου, εκτοξεύοντας φλόγα, καπνό και θραύσματα. Όταν ο καπνός καταλάγιασε ο Λόκγουντ είδε ότι η οβίδα είχε αποστρακιστεί και το Tiger οπισθοχωρούσε στην κατεύθυνση από την οποία είχε έλθει. Ο Βίτμαν συνειδητοποίούσε πλέον ότι η τύχη του τελείωνε. Αυτό που είχε να αντιμετωπίσει δεν ήταν μόνο μία εχθρική επιλαρχία με υποστήριξη πεζικού, αλλά η τεθωρακσιμένη αιχμή μίας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας. Βρισκόταν εγκλωβισμένος μέσα σε οικοδομημένη περιοχή, με τα πυρομαχικά του να εξαντλούνται, ευάλωτος από πεζικό και πυρά μικρών όπλων. Τώρα χρειαζόταν επειγόντως ενισχύσεις, αλλά είχε χάσει την επαφή με τα άρματά του. Απομακρυνόμενος γρήγορα από τον κίνδυνο, έστρεψε 180˚ κατευθυνόμενος προς το Ύψωμα 213. Όση ώρα όμως, αυτός και ο Λόκγουντ αντέλλασσαν βολές, ο Ντάϋας είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του και είχε στρίψει αριστερά, βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο, ακολουθώντας προσεκτικά τα ίχνη του αντιπάλου του. Βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να τον αιφνιδιάσει στα ευάλωτα νώτα του. Αντί για αυτό όμως, αντίκρισε την πρόσθια θωράκισή του! Ήταν μία άτυχη χρονική συγκυρία. Οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν να αντικρίζονται μόνοι, στη μέση ενός ερειπωμένου, σκονισμένου δρόμου, σαν μονομάχοι της Άγριας Δύσης. Ο Βίτμαν αιφνιδιάστηκε. Ο Ντάϋας είχε το πλεονέκτημα της πρώτης βολής και γνώριζε καλά ότι δεν θα είχε δεύτερη.
Ο Βρετανός ίλαρχος διηγείται ο ίδιος τη σκηνή της μονομαχίας:
«Τον συνάντησα μετωπικά στα 100 μ. Του έριξα δύο βολές. Αποστρακίστηκαν και οι δύο. Μου έριξε μία -και δεν αποστρακίστηκε… Η βολή σκότωσε δύο από τα μέλη του πληρώματός μου κι εμένα με εκτίναξε έξω από τον πύργο».
Προσπερνώντας και το τελευταίο βρετανικό άρμα μεταξύ του χωριού και του Υψώματος, ο Βίτμαν συνέχισε ανατολικά, αλλά αυτή τη φορά δεν απομακρύνθηκε πολύ. Λίγα μέτρα μακρύτερα από το φλεγόμενο άρμα του Ντάϋας, δέχθηκε την αιφνιδιαστική βολή ενός αντιαρματικού 57 mm, το οποίο είχε προλάβει να πάρει θέση κάλυψης σε ένα μικρό στενό, κάθετο στον κεντρικό δρόμο. Η οβίδα κατέστρεψε τον δεξιό κινητήριο τροχό και την ερπύστρια. Το Tiger κύλησε για λίγα ακόμα μέτρα και ακινητοποιήθηκε οριστικά. Ο Βίτμαν και το πλήρωμά του, άρπαξαν τα όπλα τους, εγκατέλειψαν το άρμα και διέφυγαν πεζή προς τις γερμανικές γραμμές. Είχαν αφήσει πίσω τους 21 άρματα, 14 ημιερπυστριοφόρα Μ3 και δύο αντιαρματικά να καίγονται σε μία άμορφη μάζα στρεβλωμένων μετάλλων.
Στο μεταξύ, ο Ντάϋας, τραυματισμένος, αλλά ζωντανός σαν από θαύμα, έπιασε τον πρώτο ασύρματο που βρήκε μπροστά του και ειδοποίησε τον Κράνλυ για τα τεκταινόμενα. Η απάντηση που έλαβε από το Ύψωμα 213 ήταν ότι η κατάσταση ήταν «…απελπιστική και η υποχώρηση αδύνατη»: οι επιζώντες της “Α” ίλης δέχονταν τώρα επίθεση από τα υπόλοιπα γερμανικά άρματα!
Όταν οι σύντροφοι του Βίτμαν συνειδητοποίησαν ότι ο αρχηγός τους είχε εμπλακεί σε μάχη εναντίον υπέρτερων δυνάμεων πήραν την πρωτοβουλία να σπεύσουν προς ενίσχυσή του. Φθάνοντας στο ύψωμα, τα τέσσερα Tiger εκκαθάρισαν την περιοχή από μικρές εστίες αντίστασης, συλλαμβάνοντας 230 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τον ίδιο τον αντισυνταγματάρχη Κράνλϋ. Στις 10.35 οι βρετανικοί ασύρματοι στο Ύψωμα σίγασαν οριστικά. Ο πυροβολητής ενός Τiger περιέγραψε τη σκηνή που αντίκρισαν: «Στα δεξιά μας είδαμε δύο Cromwell που προσπάθησαν να αναλάβουν δράση και τα εξουδετερώσαμε αμέσως. Παντού τριγύρω μας υπήρχαν Άγγλοι στρατιώτες που έτρεχαν σαν τρελοί. Κατόπιν εμφανίστηκαν κάποιοι στρατιώτες μας οι οποίοι τους αφόπλισαν αφόπλισαν και τους συνέλαβαν. Μία ώρα αργότερα είδαμε μερικά Tiger να καταφθάνουν από την κατεύθυνση της Καν, προχωρώντας προς το Βιλλέρ-Μποκάζ. Καθώς περνούσαν από μπροστά μας μπορούσαμε να διαβάσουμε τους αριθμούς αναγνώρισης: “111”, “112”, “122”, “131” – ήταν η 1η ίλη μας!».
Η ώρα ήταν περίπου 13.00 και η 1η ίλη της 101ης SS Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων, επιτίθετο για να ολοκληρώσει αυτό που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο Βίτμαν: την κατάληψη του χωριού.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΙΛΛΕΡ-ΜΠΟΚΑΖ

13 Ιουνίου, 12.30- 17.00


Η αναπάντεχη τροπή των πραγμάτων είχε αναστατώσει τη βρετανική επίθεση. Ο Χιντ έδειχνε απελπισμένος. Η “A” ίλη της 4ης Επιλαρχίας “County of London Yeomanry” και ένα τάγμα πεζικού είχαν σχεδόν πάψει να υφίστανται ως μάχιμες μονάδες. Η ταξιαρχία του είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη μεραρχία, και σύντομα, ολόκληρη η επιχείρηση θα αποτελούσε το μελανότερο στίγμα στην ιστορία του σύγχρονου Βρετανικού στρατού. Οποιαδήποτε σκέψη για περαιτέρω προέλαση είχε πάψει. Πιστεύοντας ότι αντιμετώπιζε μία σφοδρή αντεπίθεση γερμανικών τεθωρακισμένων, ο Χιντ διέταξε την “Β” ίλη της 4ης “CLY” να κρατήσει «…πάση θυσία την διασταύρωση προς Κωμόν» και έναν λόχο πεζικού να εισέλθει στο χωριό προς υποστήριξη των αρμάτων. Ο Χιντ προτιμούσε να εξασφαλίσει τα κεκτημένα, παρά να διακινδυνεύσει μία καταστροφή προελαύνοντας προς το άγμωστο. Την κρισιμότερη στιγμή της μάχης, η διστακτικότητά του θα παραχωρούσε το πλεονέκτημα στους Γερμανούς, οι οποίοι, χωρίς να ολιγωρήσουν, προετοίμαζαν τώρα την δεύτερη αντεπίθεσή τους.
Διασχίζοντας επτά περίπου χιλιόμετρα προς βορράν, και παρακάμπτοντας εχθρικά τμήματα που συναντούσε στον δρόμο του, ο Βίτμαν βρήκε το διοικητήριο της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων “Lehr”, όπου του χορηγήθηκε επειγόντως ένα όχημα. Με αυτό μετέβη γρήγορα στον Ντήτριχ, τον οποίον ενημέρωσε προσωπικά για την κρισιμότητα της κατάστασης και τα όσα είχαν συμβεί. Συγκροτώντας αμέσως μία πρόχειρη δύναμη αποτελούμενη από τα εννέα Tiger της 1ης ίλης, η οποία είχε στο μεταξύ αφιχθεί, καθώς και 15 επιπλέον Panzer IV της Μεραρχίας “Lehr”, ο στρατηγός διέταξε άμεση αντεπίθεση. Ο Βίτμαν, έχοντας την εμπειρία της πρώτης μάχης καθοδήγησε την επίθεση των συναδέλφων του από το όχημά του, αφού δεν υπήρχε άρμα διαθέσιμο για αυτόν. Ωστόσο, από την δύναμη των 15 αρμάτων της μεραρχίας “Lehr”, μόνο 5 ή 6 θα εισέρχονταν στο Βιλλέρ-Μποκάζ. Τα υπόλοιπα είχαν διαταχθεί να «…αποκλείσουν τις βόρειες εξόδους του χωριού και να διενεργήσουν αντεπίθεση σε περίπτωση διάσπασης και εχθρικής προέλασης προς τα ανατολικά». Έτσι, ακόμα κι αν οι Βρετανοί υπερίσχυαν εντός της πόλης ή επέλεγαν να την παρακάμψουν από άλλο σημείο, θα έπεφταν επάνω στα καραδοκούντα Panzer IV. Οι κυβερνήτες των εννέα Tiger που θα ελάμβαναν μέρος στην δεύτερη επίθεση ήταν οι υπίλαρχοι SS Χανς Φίλιπσεν (“111”), Βάλτερ Χαν (“131”), Βίνφριντ Λουκάσιους, επιλοχίας SS Χάϊνριχ Ερνστ (“113”) και λοχίες SS Άρνο Σάλομον (“122”), Βέρνερ Βεντ (“132”), Τσάνερ (“133”), Χάϊν Σβομπόντα και Χάϊν Μπόντε.
Ξεκινώντας στις 13.00, οι Γερμανοί πλησίασαν την πόλη από τα ανατολικά, προσπερνώντας τα μαυρισμένα κουφάρια των βρετανικών τεθωρακισμένων που είχε αφήσει ο Βίτμαν στο πέρασμά του. Έφθασαν μέχρι την κεντρική πλατεία χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, όπου συγκεντρώθηκαν για να ξεκινήσουν την επίθεσή τους. Η επίθεση θα διεξαγόταν σε τέσσερις άξονες, ακολουθώντας τις οδούς Παστέρ, Σαιν Ζερμαίν, Εμίλ Σαμσόν και Ζοφρ, οι οποίες διέτρεχαν το πλάτος της πόλης. Το σχέδιο ήταν πολύ καλό, αλλά τώρα η κατάσταση δεν ήταν η ίδια. Μέσα στο διάστημα των δύο ωρών που είχαν μεσολαβήσει από την πρώτη μάχη, η βρετανική άμυνα είχε όλο τον χρόνο να οργανωθεί και τώρα το Βιλλέρ-Μποκάζ είχε μετατραπεί σε μία πραγματική αντιαρματική σφηκοφωλιά, μέσα στην οποία προχωρούσαν τώρα τα 15 γερμανικά άρματα.
Το Tiger του υπίλαρχου SS Φίλιπσεν προχωρούσε κατά μήκος της οδού Παστέρ, ακολοθούμενος από εκείνο του επιλοχία SS Ερνστ και δύο Panzer IV. Ο δρόμος ήταν αρκετά πλατύς ώστε να επιτρέπει στα άρματα να κινούνται ανά ζεύγη, με το δεύτερο ζεύγος να καλύπτει τα νώτα του πρώτου. Στο μεταξύ ένας ουλαμός τεσσάρων Cromwell της “Β” ίλης του υπίλαρχου Μπιλ Κόττον (Bill Cotton), ακολουθούμενου από τους λοχίες Μπράμπωλ, Γκραντ και τον δεκανέα Χορν, εισήλθε στην πόλη από τα δυτικά, επιλέγοντας μία νοτιότερη οδό προσέγγισης, υποθέτοντας σωστά, ότι τα βαρύτερα γερμανικά άρματα θα επέλεγαν τους πλατύτερους δρόμους για να κινηθούν. Κατόπιν στράφηκαν προς βορράν, παίρνοντας θέσεις ενέδρας στις κάθετες οδούς του χωριού. Ταυτόχρονα ένας λόχος βρετανικού πεζικού οχυρωνόταν στα κτίρια και εγκαθιστούσε αντιαρματικά πυροβόλα ανάμεσα στους δρόμους. Ένα πυροβόλο των 57 mm, τοποθετημένο ευφυέστατα στο νοτιότερο σημείο της οδού Ζαν Μπακόν, η οποία έτεμνε κάθετα τους τρεις κεντρικότερους δρόμους, θα αποδεικνυόταν θανάσιμος αντίπαλος.
Τα δύο Tiger πέρασαν το Δημαρχείο, κατευθυνόμενα προς το ξενοδοχείο («Οτέλ ντε Βιλ»). Μόλις έφθασαν στη γωνία της πλατείας δέχθηκαν τις βολές των Κόττον και Χορν οι οποίοι ενέδρευαν στο ύψος του ταχυδρομείου. Ο Χορν αντίκρισε το Tiger του Ερνστ σε απόσταση 20 μ. Με την πρώτη βολή του Βρετανού το Tiger εξερράγη φλεγόμενο. Ο Φίλιπσεν πρόλαβε να οπισθοχωρήσει, καλυπτόμενος πίσω από το γωνιακό κτίριο. Δύο μέλη του πληρώματός του κατέβηκαν από το άρμα, προχωρώντας μέχρι την γωνία για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις των Βρετανών. Σύντομα η μάχη εξελίχθηκε σε ένα παιχνίδι γάτας και ποντικού. Το Tiger έβαλλε αρκετές διατρητικές οβίδες διαμέσου του κτιρίου που τους χώριζε, προσπαθώντας να χτυπήσει τα κρυμμένα άρματα χωρίς να εκτεθεί το ίδιο. Όταν πλέον δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο, παρά σωροί ερειπίων, ο Φίλιπσεν αποφάσισε να προχωρήσει. Μόλις το πήγμα του εμφανίστηκε από τη γωνία η βολή του Χορν το πέτυχε στην αριστερή ερπύστρια. Το Tiger έχασε τον έλεγχο και προσέκρουσε σε ένα κτίριο, μένοντας ακίνητο. Ο Φίλιπσεν κατάφερε να το εγκαταλείψει και να καλυφθεί σε ένα κτίριο. Ένα από τα Panzer IV που ακολουθούσαν αποπειράθηκε να περάσει τη διασταύρωση, αλλά καταστράφηκε κι αυτό από τον Κόττον. Τα τρία κατεστραμμένα γερμανικά άρματα είχαν πλέον αποκλείσει την οδό Παστέρ, εμποδίζοντας οποιαδήποτε περαιτέρω προέλαση των Γερμανών από εκείνη την οδό. Το δεύτερο Panzer IV που ακολουθούσε δεν είχε καλύτερη τύχη, όπως διηγήθηκε ο λοχίας Ρότερ:
«Μπήκαμε στο Βιλλέρ-Μποκάζ και μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα φτάσαμε στη διασταύρωση του Δημαρχείου. Όταν το πρώτο άρμα μας πήγε να περάσει τη διασταύρωση χτυπήθηκε από ένα αντιαρματικό πυροβόλο τοποθετημένο στα αριστερά, κατά τέτοιο τρόπο ώστε γινόταν αντιληπτό μόνο όταν πλέον βρισκόσουν καταμεσής του δρόμου».
Τα επόμενα Tiger που επεχείρησαν να διασταυρώσουν την οδό Ζαν Μπακόν έπεσαν κι εκείνα θύματα του ίδιου αντιαρματικού. Το “122” του Άρνο Σάλομον, χτυπήθηκε πρώτο, σχεδόν εξ επαφής στην γωνία των οδών Ζοφρ και Ζαν Μπακόν. Το δεύτερο ακινητοποιήθηκε 200 μ. βορειότερα, στην διασταύρωση της Εμίλ Σαμσόν. Μία εκκωφαντική έκρηξη συντάραξε την πόλη όταν οι φλόγες άγγιξαν τα πυρομαχικά του. Από το πλήρωμα δεν γλύτωσε κανείς. Χωρίς την υποστήριξη πεζικού η γερμανική επίθεση είχε καθηλωθεί πριν καλά-καλά αρχίσει. Οι Γερμανοί, αποφασισμένοι να πιέσουν περισσότερο, έδρασαν δυναμικά: δύο Tiger πλησίασαν προσεκτικά την οδό Ζοφρ και στρίβοντας απότομα αριστερά στην Ζαν Μπακόν εμβόλισαν το γωνιακό κτίριο που κάλυπτε το πυροβόλο, καταπλακώνοντας αυτό και τους γενναίους χειριστές του. Με την εξουδετέρωσή του τα γερμανικά άρματα άρχισαν να παρεισφρήουν από τις νοτιότερες οδούς.
Ο λοχίας Μπόμπυ Μπράμπωλ είχε σταματήσει το άρμα του στην γωνία μίας διασταύρωσης με έναν από τους κεντρικούς δρόμους και αφουγκράστηκε τον χώρο. Στο κτίριο που ορθωνόταν δεξιά του υπήρχε ένα παράθυρο ισογείου και σκέφτηκε να κοιτάξει από μέσα. Το παράθυρο «έβλεπε» διαγωνίως το παράθυρο που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δρόμου. Μέσα από αυτό αντίκρισε την αριστερή πλευρά του πήγματος ενός Tiger να ενεδρεύει 4-5 μέτρα μακρύτερα από τον ίδιο! Ο Γερμανός αντελήφθη την παρουσία του Cromwell την ίδια στιγμή, γιατί οι πύργοι των δύο αρμάτων άρχισαν να στρέφουν ο ένας εναντίον του άλλου. Τα πυροβόλα έβαλλαν ταυτόχρονα, διαγωνίως μέσω των παραθύρων. Η γερμανική βολή αστόχησε. Η βρετανική διέτρησε το Tiger στην αριστερή πλευρά του πύργου, ανατινάζοντάς το. Οι αστοχίες των πυροβόλων σε τέτοιες αποστάσεις, δεν πρέπει να εκπλήσσουν: τα οπτικά των αρμάτων ήταν κατασκευασμένα να σημαδεύουν με ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις. Σε αποστάσεις πρακτικά μηδενικές, τα οπτικά ήταν άχρηστα, αφού τα πάντα έδειχναν θολά. Ο Μπράμπωλ είχε την οξύνοια να διατάξει τον γεμιστή του να βγάλει την οβίδα που βρισκόταν στη θαλάμη και να σκοπεύσει μέσα από την κάννη.
Σε άλλο σημείο, τρία Tiger και ένα Panzer IV επεχείρησαν να προχωρήσουν βαθύτερα στην πόλη, αλλά εξουδετερώθηκαν εκ του συστάδην από φορητά αντιαρματικά PIAT ή αυτοσχέδια εκρηκτικά, τα οποία εκτοξεύονταν από τα παράθυρα των ορόφων ή των υπογείων.. O επιλοχίας SS Βέρνερ Βέντ, κυβερνήτης ενός Tiger, θυμάται τη μάχη:
«Δεχόμασταν πυρά από κάθε πλευρά και κατεύθυνση. Πολεμούσαμε εναντίον αντιαρματικών και πεζικού. Μέχρι σήμερα θυμάμαι την εικόνα του υπίλαρχου SS Λουκάσιους όταν το άρμα του χτυπήθηκε από όπλο μικρού βεληνεκούς. Πήδηξε έξω και τα εγκαύματά του ήταν φρικτά».
Μέχρι τις 16.00 ολόκληρη η πόλη αντηχούσε από κροταλίσματα πολυβόλων, εκρήξεις και κρότους διατρητικών οβίδων. Ωστόσο, καθώς το απόγευμα προχωρούσε, οι Γερμανοί δεν έλεγαν να υποκύψουν και οι απώλειες σταμάτησαν να είναι μονόπλευρες.. Τουλάχιστον πέντε βρετανικά άρματα καταστράφηκαν στις αναμετρήσεις μέσα στους στενούς δρόμους. Ο ταξίαρχος Χιντ ειδοποίησε τον Έρσκιν ότι η κατάσταση στην πόλη ήταν «…δυσάρεστη» και συμφώνησαν από κοινού ότι θα ήταν ασφαλέστερο να αποχωρήσουν. Στις 17.00 ο ταξίαρχος διέταξε τον λόχο πεζικού και την “Β” ίλη αρμάτων να αποσυρθούν 2,5 χιλ. στα βορειοδυτικά, όπου ενώθηκαν με την υπόλοιπη ταξιαρχία, η οποία, εξαιρουμένων των απωλειών που είχε υποστεί στο χωριό, εξακολουθούσε να παραμένει ακέραιη, αξιόμαχη και…εντελώς ακίνητη, αφού κανείς δεν είχε διατάξει την εμπλοκή του υπόλοιπου 80% των δυνάμεών της…
Οι Γερμανοί είχαν παραμείνει κάτοχοι της πόλης και θα παρέμεναν για τους επόμενους δύο μήνες. Οι συνολικές βρετανικές απώλειες της μάχης του Βιλλέρ-Μποκάζ ήταν 28 άρματα, 14 ημιερπυστριοφόρα και 16 Bren Carrier, ο μεγαλύτερος αριθμός των οποίων ανήκε στον Βίτμαν. Οι απώλειες της γερμανικής πλευράς ήταν 11 άρματα (6 Tiger και 5 Panzer IV). Για τον αμελητέο αυτό αριθμό οι Γερμανοί είχαν επιτύχει μία στρατηγική νίκη με άμεσες συνέπειες στην εξέλιξη ολόκληρης της εκστρατείας για την αντίπαλη πλευρά. Παρά την αποτυχία της δεύτερης γερμανικής επίθεσης, είναι αδύνατον να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο Βίτμαν, μέσα σε δύο ώρες, είχε σταματήσει μόνος του την προέλαση μίας μεραρχίας τεθωρακισμένων, ματαιώνοντας την επιχείρηση “Perch” και αποτρέποντας τον άμεσο κίνδυνο που απειλούσε ολόκληρο το 1ο Σώμα SS Τεθωρακισμένων. Στις 22 Ιουνίου 1944 του απενεμήθησαν τα Ξίφη στον Σταυρό των Ιπποτών και προήχθη σε ίλαρχο. Σε τακτικό επίπεδο είχε επιτελέσει έναν αδιαμφισβήτητο άθλο και η δράση του στην πρώτη μάχη του Βιλλέρ-Μποκάζ έχει περάσει πλέον στα χρονικά της στρατιωτικής ιστορίας ως μία από τις τολμηρότερες επιθέσεις τεθωρακισμένων. Σε στρατηγικό επίπεδο η νίκη αυτή δεν θα είχε ποτέ επιτευχθεί χωρίς την ηττοπάθεια των Βρετανών διοικητών, εξ αιτίας της επίθεσης ενός και μόνου άρματος.
Επί αρκετές ημέρες μετά τη μάχη, ακόμα και η θέα ενός γερμανικού άρματος προκαλούσε πανικό στους Βρετανούς, οι οποίοι κατέληξαν σε έναν γενικό, εμπειρικό κανόνα: «Εάν υπάρχει αναφορά για την παρουσία ενός Tiger πρέπει να στείλεις πέντε Sherman, υπολογίζοντας να χάσεις τα τέσσερα».

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΙΣΧΟΥΣ



«Εκείνη την εποχή η 7η Τεθωρακισμένων εξακολουθούσε να ζει με τη φήμη της. Ο όλος χειρισμός της μάχης ήταν ένα αίσχος»
Αντιστράτηγος Ντέμπσυ


H Επιχείρηση “Perch” είχε αποτύχει οικτρά πριν καν παρέλθει ένα 24ωρο από την έναρξή της. Το σχέδιο του Μοντγκόμερυ απαιτούσε «Αστραπιαίο Πόλεμο», όταν οι διοικητές του στο πεδίο της μάχης συσσώρευαν την μία καθυστέρηση μετά την άλλη, (κάνοντας ακόμη και στάσεις για τσάϊ!), παραμελώντας θεμελιώδεις αρχές του μηχανοκίνητου πολέμου, διστάζοντας να διακινδυνεύσουν την κατάλληλη στιγμή και παραχωρώντας έτσι, το στρατηγικό και τακτικό πλεονέκτημα στον αντίπαλό τους, όταν αυτό ανήκε σαφέστατα στους ίδιους. Η απόφαση του «επιθετικού» Χιντ να σταματήσει στο Λιβρύ το βράδυ της 12ης Ιουνίου ήταν τραγική, όταν το Βιλλέρ-Μποκάζ απείχε μόλις εννέα χιλιόμετρα από εκεί και οι στρατιώτες του θα μπορούσαν να είχαν διασχίσει αυτή την απόσταση ακόμα και πεζή μέχρι τα μεσάνυχτα, και να είχαν μετατρέψει το χωριό σε πραγματικό οχυρό πριν το ξημέρωμα της επομένης, χρησιμοποιώντας το σαν μία ιδανική βάση για τις περαιτέρω ανάγκες της επίθεσης. Θα ήταν αστείο να φανταστεί κάποιος ποιά θα ήταν η έκβαση της επιχείρησης αν οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και στην αιχμή της βρετανικής επίθεσης βρισκόταν ο Βίτμαν!
Οι Χιντ και Κράνλυ επέδειξαν αδικαιολόγητη ανικανότητα και αδράνεια την κρισιμότερη στιγμή της μάχης. Οι αξιωματικοί τους στο πεδίο της μάχης, θεωρώντας ότι οι διοικητές τους ήταν παρόντες, δίσταζαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες με τις οποίες εκείνοι πιθανώς να διαφωνούσαν. (Προφανώς τα βρετανικά κριτήρια για τους πομπώδεις χαρακτηρισμούς που αποδίδονταν στον Χιντ, ήταν θεμελιωδώς διαφορετικά από τα αντίστοιχα των Γερμανών). Η μεραρχία διέπραξε το ολέθριο σφάλμα να προελαύνει σε διάταξη φάλαγγας, προχωρώντας όλο και βαθύτερα μέσα σε ανεξερεύνητη εχθρική περιοχή. Σαν αυτό να μην ήταν αρκετό, τα άρματα της 4ης Επιλαρχίας “CLY” είχαν σταθμεύσει το ένα πίσω από το άλλο, κατά μήκος ενός στενού δρόμου, στην κορυφή του Υψώματος 213, εκτεθειμένα σε οποιοδήποτε αδιάκριτο βλέμμα, χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να αναπτυχθούν έστω σε αμυντική διάταξη για παν ενδεχόμενο. Μετά την πρώτη γερμανική επίθεση έχασαν την ευκαιρία να ανανεώσουν την επίθεσή τους, η οποία θα είχε καταπνίξει την δεύτερη γερμανική αντεπίθεση πριν καν αυτή εκδηλωθεί. Αντί αυτού προτίμησαν να λάβουν θέσεις άμυνας - ακόμα και τότε όμως, η αποστολή ενισχύσεων στο χωριό ήταν πενιχρή, ενώ, μέσα στο διάστημα των οκτώ ωρών που μαινόταν η μάχη, ποτέ δεν έγινε λόγος για αεροπορική υποστήριξη, όταν τα Typhoon και τα Spitfire στη Νορμανδία είχαν την άνεση να πολυβολούν ακόμα και μεμονωμένους Γερμανούς στρατιώτες στις περιπολίες τους! Αντί για αυτό, 300 βρετανικά βομβαρδιστικά εμφανίστηκαν μετά (!) τη λήξη της μάχης, για να καλύψουν την…υποχώρηση της 7ης Μεραρχίας, όταν αυτή ούτε καν κινδύνευε!
Σύμφωνα με τους βρετανικούς ισχυρισμούς, ο κυριότερος λόγος της αποτυχίας, ήταν η αναπάντεχη εμφάνιση της γερμανικής 2ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων στα νότια του Βιλλέρ-Μποκάζ, το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Τη δεδομένη στιγμή η συγκεκριμένη μεραρχία έδινε αγώνα ταχύτητος για να φθάσει στην περιοχή. Το μοναδικό προκεχωρημένο τμήμα της που βρισκόταν πλησιέστερα στο Βιλλέρ-Μποκάζ εκείνο το μεσημέρι, ήταν ένας λόχος του αναγνωριστικού τάγματος, ενώ τα πρώτα άρματά της δεν θα έφταναν παρά μόνο στις 18 Ιουνίου! Παρόλα αυτά, η είδηση και μόνο της κινητοποίησης μίας γερμανικής μεραρχίας στάθηκε αρκετή για να εκφοβίσει τους Βρετανούς διοικητές. Η 7η Μ.Τ οχυρώθηκε δυτικά του Βιλλέρ-Μποκάζ σε αμυντικό κύκλο σαν να είχε πεικυκλωθεί. Όταν πλέον κατέφθασαν τα πρώτα τμήματα πεζικού της 2ης Μ.Τ. οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στις 11.00 της 14ης Ιουνίου. Τότε οι Βρετανοί κυριολεκτικά πανικοβλήθηκαν: με την Μεραρχία “Lehr” αμετακίνητη από τις θέσεις της και την άφιξη της 2ης Μ.Τ., οι «Αρουραίοι της Ερήμου» κινδύνευαν να αποκοπούν πίσω από τις εχθρικές γραμμές και να συντριβούν ανάμεσα σε δύο άρτιες εχθρικές μεραρχίες. Ωστόσο, χωρίς την υποστήριξη αρμάτων, η επίθεση της 2ης Μ.Τ. δεν είχε καμία τύχη. Οι Γρεναδιέροι σαρώθηκαν από ένα τρομακτικό φράγμα πυροβολικού 160 πυροβόλων των 155 mm., πέφτοντας νεκροί 400 μ. από τις βρετανικές θέσεις. Οι Βρετανοί αντίπαλοί τους ποτέ δεν επέδειξαν αντίστοιχη επιθετικότητα ή γενναιότητα, παρότι υπερτερούσαν συντριπτικά σε κάθε τομέα.
Εκείνες οι εννέα δραματικές ώρες στο Βιλλέρ-Μποκάζ έθεσαν τέλος στις βρετανικές ελπίδες περί μίας ταχείας κατάρρευσης του γερμανικού μετώπου νοτίως της Καν και έμελλε να στοιχίσουν στους Συμμάχους δυόμισι ακόμα μήνες αιματηρών μαχών και τις ζωές χιλιάδων στρατιωτών τους, πριν η Καν πέσει τελικά, στα χέρια του Μοντγκόμερυ στις 10 Ιουλίου. Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι δύο μήνες μετά το φιάσκο του Βιλλέρ-Μποκάζ, ο Έρσκιν και ο Χιντ δεν υπηρετούσαν πλέον σε μάχιμες μονάδες…

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΦΟΔΟΣ

8 Αυγούστου 1944


«Ήταν μαχητής με κάθε έννοια της λέξης. Ζούσε και ανέπνεε με τη δράση».
Στρατηγός SS Γιόζεφ Ντήτριχ



Μετά τον θρίαμβο του Βιλλέρ-Μποκάζ η γερμανική προπαγάνδα προσέδωσε διαστάσεις θρύλου στο όνομα του Βίτμαν. Τώρα το σκορ του είχε ανέλθει στα 138 άρματα και 132 αντιαρματικά και με αυτό θα άγγιζε το ζενίθ της σταδιοδρομίας του. Στο άκουσμα των επιτυχιών του, ο ίδιος παρέμενε πάντοτε σεμνός επειδή, κατά βάθος, γνώριζε ότι στη θέση των θυμάτων του θα μπορούσε κάλλιστα να βρισκόταν εκείνος. Γιός αγροτικής οικογένειας, ο «Μίχελ», όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του, είχε γεννηθεί στις 22 Απριλίου 1914 στο Φόγκελταλ του Όμπερπφαλτς και είχε καταταγεί στην “Leibstandarte SS Adolf Hitler” το 1937, ως οδηγός ελαφρών τεθωρακισμένων. Το 1941, με τον βαθμό του λοχία, ξεκίνησε την πραγματική του δράση ως αρματιστής στην εκστρατεία των Βαλκανίων, από την θέση του κυβερνήτου ενός πυροβόλου εφόδου Sturmgeschutz ΙΙΙ. Τον Ιούνιο, με την έναρξη της επιχείρησης "Barbarossa", μετετέθη στο ανατολικό μέτωπο, όπου πέτυχε και τον μεγαλύτερο αριθμό των νικών του. Στις 20 Ιανουαρίου 1944, με το σκορ του στις 117 νίκες, είχε προαχθεί σε υπίλαρχο και τον επόμενο μήνα τιμήθηκε με την απονομή των Φύλλων Δρυός στον Σταυρό των Ιπποτών. Από εκείνη τη στιγμή μετετράπη σε εθνικό ήρωα. Τώρα, ο άθλος του Βιλλέρ-Μποκάζ κυριολεκτικά τον αποθέωσε. Όλοι οι συνάδελφοί του συμφωνούσαν ότι είχε επιτύχει τον μέγιστο βαθμό συνεργασίας με το πλήρωμά του, γεγονός στο οποίο όφειλε και τον μεγάλο αριθμό των επιτυχιών του. Διέθετε μία έκτη αίσθηση για τον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετώπιζε τον αντίπαλο, ανάλογα με την εκάστοτε τακτική κατάσταση, ενώ κατάφερνε να διατηρεί με αξιοθαύμαστο τρόπο την ψυχραιμία του ακόμα και στις πλέον επικίνδυνες στιγμές.
Λιγομίλητος, σκεπτικός και πάντοτε αγαπητός στους συνάδελφους του, σε στιγμές έντασης συμπεριφερόταν ακριβώς αντίθετα από την πλειονότητα των μαχητών: πριν τη μάχη, αντί να ηρεμεί για να αντλήσει δυνάμεις, ενημερωνόταν για την κατάσταση στο πεδίο της μάχης, μελετούσε τον χάρτη και σκεπτόταν την τακτική που θα ακολουθήσει, χωρίς όμως, το παραμικρό ίχνος εκνευρισμού. Από τη στιγμή που ανέβαινε στο άρμα του χαμογελούσε, γινόταν ομιλητικός και έλαμπε από αυτοπεποίθηση. Έδειχνε σαν απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης, μεταδίδοντας στο πλήρωμά του την αίσθηση ότι, μαζί του, τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Ακόμη και η τακτική του στις μεγάλες αρματομαχίες ανοικτών πεδίων ήταν διαφορετική από εκείνη των συναδέλφων του: παρά το πλεονέκτημα του Tiger στις βολές μεγάλου βεληνεκούς, εκείνος προτιμούσε την πλευροκόπηση του εχθρού ή την παραμονή σε θέση κάλυψης, έως ότου μειωνόταν η απόσταση, και τότε προσέγγιζε ολοταχώς τον αντίπαλο. Ο τρόπος δράσης του στο Βιλλέρ-Μποκάζ ήταν πολύ παρόμοιος, αν και οι επιλογές του στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ελάχιστες, και καταδεικνύουν περισσότερο την τόλμη που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, παρά την ευφυΐα της τακτικής του. Με το πέρας της άδειάς του τού προσεφέρθη η θέση εκπαιδευτού σε σχολή αρματιστών, την οποία απέρριψε, προτιμώντας να επιστρέψει στους συντρόφους του στη Νορμανδία, για να πράξει αυτό που θεωρούσε ιερό: το καθήκον του προς την πατρίδα.
Στις 23.00 της 7ης Αυγούστου 1944 οι Βρετανοί εξαπολύουν την επιχείρηση “Totalize” για την διάσπαση της γερμανικής αμυντικής γραμμής βόρεια της Φαλαίζ. Μέχρι το πρώτο φως της επομένης είχαν εισχωρήσει ήδη 5 χλμ μέσα στην εχθρική άμυνα. Η 101η Επιλαρχία SS Βαρέων Αρμάτων, υπό την διοίκηση του Βίτμαν πλέον, είχε αποσπασθεί στο πλευρό της 12ης SS Μεραρχίας Τεθωρακισμένων “Hitlerjugend”, η οποία είχε αναλάβει την άμυνα του τομέα, διοικούμενη από τον θρυλικό συνταγματάρχη SS Kουρτ “Πάντσερ” Μάγερ. Πάντοτε στο πεδίο της μάχης, δίπλα στους άνδρες του και τον Βίτμαν, ο Μάγερ, εντόπισε ισχυρή συγκέντρωση αρμάτων μπροστά στο μέτωπό του. Ήταν τα 600 άρματα της 1ης Πολωνικής και 4ης Καναδικής Μεραρχίας Τεθωρακισμένων, τα οποία σύντομα θα επέλαυναν καταπάνω του. Απέναντί τους είχε να αντιτάξει μόνο ένα τάγμα Γρεναδιέρων SS του Συγκροτήματος Μάχης Βαλντμύλλερ, ενισχυμένο από τα ελάχιστα άρματα της 12ης SS και τα οκτώ Tiger του Βίτμαν, τα υπολείμματα της 101ης Επιλαρχίας SS –ένα σύνολο 47 αρμάτων. Συνειδητοποιώντας ότι αν άφηνε την εχθρική επίθεση να ξεκινήσει, τα συμμαχικά άρματα απλά θα τον καταπατούσαν, χωρίς καν να σταματήσουν την έφοδό τους, αποφάσισε να αντεπιτεθεί πρώτος για να αιφνιδιάσει τον εχθρό και να διαταράξει το χρονοδιάγραμμά του. Το Συγκρότημα Μάχης του θα αντεπιτίθετο βόρεια, κατά μήκος της λεωφόρου Καν-Φαλαίζ, για να ανακόψει την ορμή της επίθεσης και να καταλάβει το ύψωμα του Σαιντ-Αινιάν. Καθώς ενημέρωνε τους αξιωματικούς του, ο Μάγερ εντόπισε πάνω από τις γραμμές του ένα εχθρικό αεροσκάφος να ρίχνει φωτοβολίδες στοχοποίησης. Αντιλαμβανόμενος ότι θα ακολουθούσε αεροπορικός βομβαρδισμός, διέταξε την άμεση εξαπόλυση της αντεπίθεσης πριν τον προσχεδιασμένο χρόνο έναρξης, για να εκκενώσει τις δυνάμεις του από τον τομέα βομβαρδισμού. Σύμφωνα με μαρτυρίες συναδέλφων του, ο Βίτμαν εκείνη τη μέρα έδειχνε νευρικός και αναποφάσιστος. Αλλά και η αποστολή που είχε διαταχθεί να εκτελέσει ήταν η πιο επικίνδυνη που του είχε ανατεθεί ποτέ: ο άξονας προέλασης των αρμάτων του ήταν παράλληλος με την λεωφόρο Καν-Φαλαίζ, κατά μήκος ανοικτού πεδίου, με τα πλευρά τους εκτεθειμένα. Όμως, υπό τις συγκεκριμένες αριθμητικές αναλογίες και με τις πενιχρές δυνάμεις που διέθετε, ο “Panzer Meyer” εκαλείτο να κατορθώσει το αδύνατο.
Παρότι ο Βίτμαν δεν ήταν υποχρεωμένος να λάβει μέρος στην αντεπίθεση, την τελευταία στιγμή αποφάσισε να την οδηγήσει ο ίδιος, επειδή έκρινε ότι ο επόμενος αρχαιότερος συνάδελφός του δεν διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία. «Πρέπει να πάω μαζί τους» είπε στον Μάγερ και τα λόγια του έμειναν χαραγμένα στη μνήμη του συνταγματάρχη. «Για άλλη μία φορά έσφιξα το χέρι του Βίτμαν και του τόνισα την κρισιμότητα της κατάστασης», διηγήθηκε ο Μάγερ. «Ο καλός μας Μίχελ χαμογέλασε με το παιδιάστικο χαμόγελό του και πήδησε στο άρμα του».
Eκείνη τη στιγμή ακούστηκε από μακριά ο βόμβος 678 τετρακινητήριων βομβαρδιστικών. Ένας νεαρός Γρεναδιέρος δίπλα στον Μάγερ, με ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, συνόψισε την κατάσταση σε μία πρόταση: «Τι τιμή μας κάνει ο Τσώρτσιλ! Στέλνει ένα βομβαρδιστικό για τον καθένα μας!». Πράγματι, οι στρατιώτες στο έδαφος ήταν λιγότεροι από τα αεροσκάφη στον αέρα…
Άφωνος από την τρομακτική Συμμαχική ισχύ, ο Μάγερ παρακολουθούσε την ατέλειωτη αλυσίδα των τεράστιων βομβαρδιστικών να πλησιάζει: «Τα τελευταία κύματα πέρασαν πάνω από τους Γρεναδιέρους του Βαλντμύλλερ χωρίς να ρίξουν ούτε μία βόμβα επάνω τους: τα βομβαρδιστικά είχαν χτυπήσει τους στόχους τους σύμφωνα με τις διαταγές τους, χωρίς να αντιληφθούν την αλλαγή της κατάστασης». Η αναπάντεχη αντίδραση του άφησε τις εχθρικές βόμβες να πέσουν σε κενό έδαφος!
Με τον Βίτμαν να επιβαίνει στο Tiger “007”, τα οκτώ άρματα κύλησαν ολοταχώς προς βορρά, παράλληλα με την λεωφόρο Καν-Φαλαίζ, κάτω από έναν καταιγισμό εχθρικού πυροβολικού, αναζητώντας μάταια την παραμικρή κοιλότητα στο επίπεδο έδαφος που θα τους πρόσφερε μία στιγμιαία κάλυψη. Από εκείνη τη θέση, έριχναν μία-δύο βολές και κατόπιν συνέχιζαν πάλι την ακάθεκτη πορεία τους, στην προσπάθειά τους να μειώσουν γρήγορα την απόσταση από τον εχθρική γραμμή εκκίνησης. Με την ίδια επιθετική τακτική είχε επιτύχει την νίκη του στο Βιλλέρ-Μποκάζ πριν δύο μήνες. Τώρα όμως οι όροι είχαν αντιστραφεί. Έχοντας διανύσει 2,5 χλμ από τις αρχικές τους θέσεις, έφθασαν στο ύψος του χωριού Γκωμενίλ, όπου προσπέρασαν έναν χαμηλό γήλοφο, 750 μ δεξιά τους, με ένα αλσύλλιο στην κορυφή του. Ο γήλοφος έδειχνε ύποπτος, αλλά με την προσοχή τους στραμμένη στα πολωνικά Sherman που βρίσκονταν στο μέτωπό τους, κανείς δεν έδωσε την δέουσα προσοχή: η επιτυχία της αντεπίθεσης βασιζόταν στην ταχύτητα, την επιθετικότητα και την περιφρόνηση των αριθμητικών δεδομένων. Μέσα στην συστάδα των δένδρων ενέδρευε μία ίλη καναδικών Sherman VC “Firefly”, οπλισμένα με το μακρύκαννο πυροβόλο των 75 mm – το μοναδικό Συμμαχικό όπλο στην Νορμανδία που μπορούσε να διατρήσει τον θώρακα ενός Tiger. Στις 12.40 τα Firefly άνοιξαν αιφνιδιαστικό πυρ μέσα από την κάλυψη των δένδρων, εξουδετερώνοντας τα τρία πρώτα, σχεδόν διαδοχικά. Όταν ο Βίτμαν είδε το πρώτο άρμα μπροστά του να εκρήγνυται, φώναξε από τον ασύρματο:
«Προσοχή, προσοχή! Αντιαρματικά στα δεξιά μας! Υποχωρήστε!»...
Το δεύτερο Tiger σταμάτησε και αντιγύρισε τα πυρά, αλλά δέχθηκε ένα θανάσιμο πλευρικό πλήγμα. Ο Βίτμαν έβαλλε δύο βολές προς την κατεύθυνση του αλσυλλίου, χωρίς επιτυχία. Την επόμενη στιγμή δέχθηκε δύο βολές στο πίσω δεξιό μέρος του πήγματος, στο διαμέρισμα του κινητήρα. Η δεύτερη πυροδότησε μία ισχυρή έκρηξη, όταν η φωτιά άγγιξε τα καύσιμα και τα πυρομαχικά. Η δύναμη της έκρηξης εκτίναξε στον αέρα τον βάρους 20 τόνων πύργο, αφήνοντάς τον να πέσει στο έδαφος ανεστραμμένο, λίγα μέτρα μακρύτερα από το πήγμα. Οι μοιραίες βολές είχαν προέλθει από το άρμα του λοχία Γκόρντον και του πυροβολητή του, στρατιώτη Τζο Ήκινς (Joe Ekins), του 3ου Ουλαμού, “A” ίλη, της 1ης Επιλαρχίας “Northamptonshire Yeomanry”. Η είδηση της απώλειας του Βίτμαν κλόνισε ολόκληρο το γερμανικό μέτωπο. Ο Γερμανός άσσος και το πλήρωμα του τάφηκαν σε έναν πρόχειρο τάφο, χωρίς ονόματα, κατασκευασμένο από τους χωρικούς του Γκωμενίλ, κοντά στο σημείο της τελευταίας του μάχης. Τον Μάρτιο του 1983 ο τάφος ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια κατασκευής ενός δρόμου, πιστοποιήθηκε η ταυτότητα των νεκρών και στη συνέχεια τα οστά τους μεταφέρθηκαν και τάφηκαν επίσημα στο στρατιωτικό νεκροταφείο της Λα Καμπ, στη Νορμανδία, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Όπως συμβαίνει με τον θάνατο κάθε ήρωα, έτσι και εκείνος του Βίτμαν, άφησε πίσω του κάποιους μύθους. Ακολουθεί η διάψευση δύο εξ αυτών:
Τα τρομακτικά αποτελέσματα της έκρηξης του άρματός του οδήγησαν αρχικά στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός του είχε προέλθει από ρουκέτα μαχητικού. H εκδοχή αυτή βασίστηκε μόνο στην μαρτυρία ενός Γάλλου χωρικού ο οποίος ήταν ο πρώτος που αντίκρισε τα συντρίμμια του -σίγουρα όχι ο πλέον ειδικός για να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ του πλήγματος οβίδας ή ρουκέτας. Στα αρχεία της RAF όμως, δεν υπάρχει καμία αναφορά για την δράση οποιασδήποτε μονάδας στην ευρύτερη περιοχή εκείνη την ημέρα. Η γερμανική προπαγάνδα είχε τους λόγους της να διατηρήσει αυτή την εκδοχή: ο αήττητος θρύλος της Νορμανδίας δεν θα ήταν αδύνατον να είχε σκοτωθεί από ένα ποιοτικά κατώτερο άρμα. Ο θάνατός του θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από ένα όπλο μπροστά στο οποίο ο Βίτμαν ήταν εντελώς ανυπεράσπιστος. Ο θάνατος εξ ουρανού ταίριαζε απόλυτα.
Σε πολλά άρθρα ή βιβλία, ο Βίτμαν αναφέρεται συχνά ως «ο μεγαλύτερος άσσος των αρμάτων». Αυτό είναι ανακριβές. Είναι αναμφίβολα ο διασημότερος και δικαιούται επάξια μία θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους, αλλά σε επίπεδο αριθμών, βρίσκεται πέμπτος κατά σειρά στον κατάλογο των Γερμανών άσσων, αφού προηγούνται άλλοι τέσσερις: Κουρτ Κνίσπελ (162), Βάλτερ Σρόϊφ (161), Όττο Κάριους (150) και Χανς Μπέλτερ (140).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως της απώλειας του Βίτμαν εκείνο το μοιραίο μεσημέρι της 8ης Αυγούστου 1944, η αντεπίθεση του Μάγερ είχε νικητήρια έκβαση, κατορθώνοντας το απίστευτο: μετά τα αρχικά εδαφικά κέρδη της, η επιχείρηση “Totalize” ξεψύχησε μπροστά στον αιφνιδιασμό και τη σφοδρότητα της γερμανικής αντεπίθεσης. Για την απώλεια 178 ανδρών, έξι Panzer IV και 5 Τiger, ο Γερμανός συνταγματάρχης είχε αναχαιτίσει τη μαζική επέλαση μίας πλημμυρίδας τεθωρακισμένων. Σήμερα, πολλοί στρατηγικοί αναλυτές την θεωρούν υπόδειγμα αμυντικής νίκης, ακόμα και για τα σύγχρονα οπλικά δεδομένα. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...